- ἀμυνομένης
- ἀμῡνομένης , ἀμύνωkeep offpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέναλτυ — και πέναλτι, το (αθλητ.) ποινή που επιβάλλεται κατά τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικού αγώνα σε περίπτωση παραβάσεων τών κανονισμών τού αθλήματος μέσα στην περιοχή τής αμυνόμενης ομάδας, όπως λ.χ. ανατροπή επιτιθέμενου ποδοσφαιριστή, από πρόθεση πιάσιμο … Dictionary of Greek